Ομιλία στo πλαίσιo του Νομικού Συμποσίου «Οι ανεξάρτητες Αρχές στη σύγχρονη δημοκρατία»

Θα προσπαθήσω, ενόψει του θέματος του νομικού συμποσίου και του θεσμικού πλαισίου που διέπει σήμερα την Αρχή προστασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, να τοποθετηθώ σε σχέση με ορισμένα ζωτικά ζητήματα, που αναφέρονται στην ιδιωτική ζωή και διαγράφουν το πλαίσιο μέσα στο οποίο θα κινηθούν στο άμεσο μέλλον οι Αρχές για την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.

Η προσπάθεια αντιμετώπισης της τρομοκρατίας και η δημιουργία ενός παγκόσμιου κλίματος έντονης ανασφάλειας, που αποκτά σε ορισμένες περιπτώσεις την μορφή τρομοϋστερίας και συνεπάγεται υπερβολές και απώλεια του μέτρου, οδήγησε και στην αναγωγή της ασφάλειας, ατομικής και του κοινωνικού συνόλου, σε δικαίωμα που πλήττει σε ορισμένες περιπτώσεις, περιορίζει και πολλές φορές καθιστά εντελώς ανενεργά, συνταγματικώς προστατευόμενα δικαιώματα όπως εκείνα του σεβασμού της αξίας του ανθρώπου και της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας της ιδιωτικής ζωής και του πληροφοριακού αυτοκαθορισμού.

Δεν μπορεί, βεβαίως, κανείς να αρνηθεί ότι υπάρχουν πρωτόγνωροι κίνδυνοι για τη δημόσια ασφάλεια.  Παραλλήλως, όμως, πολλές και ποικίλες είναι οι επιπτώσεις αυτής της νοσηρής και επικίνδυνης, κατά τη γνώμη μου, κατάστασης που διαμορφώνεται.  Θα μνημονεύσω ενδεικτικώς και συνοπτικώς ορισμένες μόνον, αλλά κρίσιμες για το θέμα που εξετάζουμε σήμερα συνέπειες:

  1. Η εκτεταμένη και συνεχώς αυξανόμενη χρησιμοποίηση κλειστών κυκλωμάτων τηλεόρασης σε δημόσιους χώρους, υπηρεσίες δημόσιες και ιδιωτικές, οργανισμούς και επιχειρήσεις, ακόμη και σε ιδιωτικές κατοικίες, αλλά με πεδίο καταγραφής που επεκτείνεται και σε άλλους ιδιωτικούς χώρους.  Σκοπός αυτής της συνεχούς βιντεοσκόπησης και ακουστικής, σε πολλές περιπτώσεις καταγραφής είναι η προστασία προσώπων και αγαθών.  Σύμφωνα με την 1122/2000 Οδηγία της Αρχής η λήψη και επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα με κλειστό κύκλωμα τηλεόρασης, που λειτουργεί μονίμως, συνεχώς ή κατά τακτά χρονικά διαστήματα, δεν επιτρέπεται, διότι προσβάλλει την προσωπικότητα και την ιδιωτική ζωή του ατόμου.  Η Αρχή εξέδωσε, επίσης, την 115/2001 Οδηγία και αποφάσεις για την προστασία των εργαζομένων από τη χρήση μεθόδων παρακολούθησης της δραστηριότητάς τους, για τους όρους και τις προϋποθέσεις εγκατάστασης και λειτουργίας συστήματος διαχείρισης τηλεφωνικών κλήσεων σε επαγγελματικούς χώρους, πρόσβασης του εργοδότη στους προσωπικούς υπολογιστές των εργαζομένων, καθώς και για την προστασία τους από την εισαγωγή και χρήση βιομετρικών συστημάτων ελέγχου.
    Ειδικότερα με την 58/2005 απόφασή της η Αρχή, διερευνώντας τις επιπτώσεις από τη λειτουργία κλειστών κυκλωμάτων τηλεόρασης στους δημόσιους χώρους για την ασφάλεια, στα θεμελιώδη δικαιώματα προστασίας των προσωπικών δεδομένων και της ιδιωτικής ζωής, έκρινε ότι η νομιμότητα της λειτουργίας του συστήματος πρέπει να εξετασθεί με βάση την αρχή της αναλογικότητας σε σχέση με τους επιδιωκόμενους σκοπούς και με τα κριτήρια αυτά αποφάνθηκε ότι εξαιτίας της μη ύπαρξης ειδικής, συγκεκριμένης και σημαντικής απειλής για τη δημόσια ασφάλεια και την έννομη τάξη, ο σκοπός αυτός της επεξεργασίας δεν είναι νόμιμος, γιατί με τον τρόπο αυτό επέρχεται σοβαρή και καθολική προσβολή των δικαιωμάτων των πολιτών, χωρίς να επιτυγχάνεται ανάλογη αναβάθμιση του δικαιώματος των πολιτών στην ασφάλεια.  Αυτό δεν αποκλείει το ενδεχόμενο, σε περίπτωση έκτακτης και ειδικής ανάγκης να επιτραπεί η χρήση δεδομένων για την ασφάλεια, αλλά μόνο μετά από ειδική άδεια της Αρχής, η οποία εκδίδεται κατόπιν υποβολής ειδικού και συγκεκριμένου αιτήματος του υπευθύνου επεξεργασίας και υπό την προϋπόθεση πάντοτε, ότι δεν θίγονται τα θεμελιώδη δικαιώματα των υποκειμένων.
    Η απόφαση αυτή σχολιάσθηκε ποικιλοτρόπως.  Θετικά και αρνητικά.  Έχει ασκηθεί, άλλωστε αίτηση ακυρώσεώς της στο ΣτΕ που θα συζητηθεί λόγω της μείζονος σημασίας της στην Ολομέλεια του Συμβουλίου.  Η εισηγήτρια σύμβουλος προτείνει την απόρριψη της αίτησης.  Πάντως, οποιαδήποτε και αν είναι η απόφαση, την οποία η Αρχή θα σεβαστεί απολύτως, το πρόβλημα για μια ελεύθερα αναπτυσσόμενη δημοκρατική κοινωνία από την συνεχή βελτίωση και αύξηση αυτών των συστημάτων παρακολούθησης και της εξαιτίας τους διακινδύνευσης σε μεγάλο βαθμό των δικαιωμάτων που προαναφέρθηκαν παραμένει και πρέπει να βρεθεί αξιόπιστος και ενιαίος για την Ε.Ε. τρόπος αντιμετώπισής του.  Τέλος, πρέπει στο σημείο αυτό να τονισθεί ότι η Αρχή υπόκειται και ορθώς σε κοινοβουλευτικό έλεγχο ο οποίος όμως πρέπει να γίνεται κάτω από αυστηρές προϋποθέσεις και να μην αφορά στον έλεγχο της ουσιαστικής κρίσεώς της και την ορθότητα των αποφάσεών της διότι έτσι αναιρείται η αυτοτέλεια και η ανεξαρτησία της.
  2. Η δημιουργία εκτεταμένων αρχείων δεδομένων για διάφορους σκοπούς, αναγόμενους κυρίως στην ασφάλεια και τη δίωξη εγκλημάτων.  Τα αρχεία αυτά συγκεντρώνουν γιγαντιαίο όγκο πληροφοριών, που μπορούν να οδηγήσουν σε ένα άνευ προηγουμένου μέσο παρακολούθησης των πολιτών, εν αγνοία τους, στην καθημερινή τους ζωή.  Ο κίνδυνος αυτός επαυξάνεται από το ενδεχόμενο διασύνδεσης των αρχείων αυτών και τις πιθανές διαρροές των δεδομένων.  Συγκεκριμένα:
    • υποχρεώθηκαν οι πάροχοι στο κοινό ηλεκτρονικών υπηρεσιών και δικτύων επικοινωνιών να τηρούν δεδομένα κίνησης και θέσης, τα οποία αποτελούν αντικείμενο επεξεργασίας έτσι ώστε τα δεδομένα αυτά να είναι διαθέσιμα στις αρμόδιες αρχές για την έρευνα, ανίχνευση και δίωξη  σοβαρών εγκλημάτων.
    • Η Συνθήκη Prum, που την υπέγραψε και η Ελλάς διαπνέεται από την Αρχή της διαθεσιμότητας, η οποία έχει εισαχθεί ως σημαντική νέα αρχή δικαίου στο πρόγραμμα της Χάγης και αποβλέπει στη διασυνοριακή συνεργασία στους τομείς της καταπολέμησης της τρομοκρατίας, του διασυνοριακού εγκλήματος και της παράνομης μετανάστευσης.  Η συνθήκη προβλέπει την κατάρτιση νέων βάσεων δεδομένων που περιέχουν κυρίως δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα αρκετά από τα οποία ενδέχεται να είναι και ευαίσθητα, που συλλέγονται προληπτικά.  Συγκεκριμένα προβλέπεται η σύσταση βάσεων δεδομένων με γενετικές πληροφορίες (DΝΑ), δακτυλικά αποτυπώματα και στοιχεία οχημάτων και των κατόχων τους.  Πρέπει να τονισθεί ότι η Ελληνική έννομη τάξη επιτρέπει τη συλλογή και επεξεργασία γενετικού υλικού για τη διερεύνηση περιοριστικά αναφερόμενων στο άρθρο 200Α Κ.Π.Δ. εγκληματικών πράξεων και κάτω από τις ειδικές και αυστηρές προϋποθέσεις της διάταξης αυτής.
    • PNR (Passenger Name Record).  Αφορά τα αρχεία δεδομένων που δημιουργούνται από τις αεροπορικές εταιρίες σχετικά με τις κρατήσεις επιβατών για πτήσεις από, προς ή δια μέσου των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής.  Οι καταστάσεις με τα ονόματα των επιβατών και με πλήθος άλλα στοιχεία και πληροφορίες που σκιαγραφούν την προσωπικότητά τους, διαβιβάζονται για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας στο γραφείο Τελωνειακής και Συνοριακής Προστασίας των ΗΠΑ.  Αλλά και η Ε.Ε. εξετάζει, επίσης, το ενδεχόμενο χρήσης δεδομένων PNR για τους σκοπούς ασφάλειας των εναέριων μεταφορών και των συνόρων καθώς και για σκοπούς ποινικής καταστολής.
    • Swift.  Αρχείο με δεδομένα ηλεκτρονικής μεταφοράς χρημάτων που διαβιβάζονται σε αρχές των ΗΠΑ, παραβιάζοντας την Ευρωπαϊκή και την Εθνική νομοθεσία για τη διαβίβαση των στοιχείων αυτών σε χώρες εκτός της Ε.Ε.  Τέλος ε) η αλματώδης εξέλιξη της βιοτεχνολογίας είχε, εκτός των άλλων, ως αποτέλεσμα την ανάπτυξη και διάδοση των βιοτραπεζών που συλλέγουν βιολογικό υλικό (DNA, ιστούς κ.α.) από νοσοκομεία, δημόσια και ιδιωτικά, ερευνητικά εργαστήρια, φαρμακευτικές εταιρίες.  Υπάρχει στενή σχέση της βιοτεχνολογίας, της τεχνολογίας της πληροφορικής και της επεξεργασίας προσωπικών δεδομένων, αφού τα γενετικά δεδομένα αποτελούν, χωρίς αμφιβολία, κατηγορία των τελευταίων και μάλιστα, όπως έχει δεχθεί η Αρχή, ευαίσθητων.  Η συγκέντρωση, όμως, των γενετικών δεδομένων και η δημιουργία των σχετικών βάσεων, πέραν από την αναμφισβήτητη χρησιμότητά τους και τη συμβολή τους στην πρόοδο της επιστήμης, αποτελεί και πηγή κινδύνων και δικαιολογεί επιφυλάξεις ως προς τις επιπτώσεις στα δικαιώματα των προσώπων, την ιδιωτικότητα δηλαδή, και τον πληροφοριακό αυτοκαθορισμό και μάλιστα όχι μόνον του ίδιου του δότη του γενετικού υλικού, αλλά και συγγενικών του προσώπων, ενδέχεται δε να οδηγήσει σε ανεπίτρεπτες γενετικές διακρίσεις και γενετικό στιγματισμό.

Κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει ότι οι σκοποί για τους οποίους δημιουργήθηκαν οι βάσεις δεδομένων που προαναφέρθηκαν είναι νόμιμοι αν και σε  ορισμένες περιπτώσεις είναι γενικώς διατυπωμένοι και επομένως αδιευκρίνιστοι.  Άλλωστε οι οδηγίες και οι συνθήκες που προβλέπουν τα αρχεία αυτά δεν αφήνουν περιθώριο στην εσωτερική έννομη τάξη να προβεί σε διαφορετικές ρυθμίσεις.  Αναμφισβήτητο, όμως, είναι επίσης ότι υπάρχουν βάσιμες ανησυχίες για την εκτεταμένη χρήση κλειστών κυκλωμάτων τηλεόρασης και βιντεοεπιτήρησης και τις βάσεις δεδομένων που υπάρχουν ήδη και για άλλες που μελετώνται για την υποστήριξη των αρχών ασφαλείας. Όπου όμως υπερέχει η ασφάλεια περιορίζεται η προστασία των προσωπικών δεδομένων.  Δημιουργείται έτσι, ένας πολύπλοκος ιστός πληθώρας πληροφοριών για ένα τεράστιο αριθμό πολιτών εν αγνοία τους που διεισδύουν και θρυμματίζουν το προστατευτικό περίβλημα της ιδιωτικής τους ζωής και προσβάλλουν, πολλές φορές αναιτίως και προληπτικώς την προσωπικότητα τους.  Υπάρχει, άλλωστε, σοβαρός κίνδυνος οι πολίτες να εθιστούν σ’ αυτή την κατάσταση, γεγονός που υποβαθμίζει την αξία τους ως ελεύθερων ανθρώπων.

Ενόψει αυτής της πραγματικότητας πως διαγράφεται, μέσα στα πλαίσια των νομοθετικών ρυθμίσεων που το διέπουν, το έργο της Αρχής στη σύγχρονη δημοκρατία;  Πρέπει να παρακολουθεί από κοντά και να ελέγχει ότι τα δεδομένα που συγκεντρώνονται για ορισμένους σκοπούς χρησιμοποιούνται αποκλειστικώς για τους σκοπούς αυτούς και όχι για άλλους.  Ότι υπάρχουν συστήματα ασφαλείας, ώστε να αποφεύγονται οι διαρροές, ότι δεν γίνονται ανεπίτρεπτες διασυνδέσεις αρχείων.  Πρέπει επίσης να προστατεύει και να επιβάλλει την ικανοποίηση σε όλες τις περιπτώσεις, εκτός βέβαια από εκείνες που καθιερώνονται από το νόμο ρητώς ως δικαιολογημένες εξαιρέσεις, τα δικαιώματα ενημέρωσης, πρόσβασης και αντίρρησης των πολιτών σε σχέση με τα δεδομένα που τους αφορούν και περιλαμβάνονται σε οποιοδήποτε αρχείο.  Πρέπει επίσης να καλείται και να συμμετέχει η Αρχή στις προνομεθετικές εργασίες που αφορούν προσωπικά δεδομένα και να γνωμοδοτεί σχετικώς.

Το έργο της Αρχής είναι δύσκολο, προδιαγράφεται δε ακόμη δυσκολότερο στο άμεσο μέλλον, ενόψει της ταχύτητας των τεχνολογικών μεταβολών και για να επιτευχθεί χρειάζεται –ομιλώ πάντοτε για την ελληνική έννομη τάξη- ενίσχυση του κύρους της, ιδίως με το σεβασμό των αποφάσεών της, η νομιμότητα των οποίων κρίνεται άλλωστε από το ΣτΕ, γεγονός που αποτελεί εγγύηση για την ορθότητά τους, απ’ όλες τις πλευρές και πρωτίστως από την πολιτεία.  Αυτό βέβαια δεν σημαίνει αποκλεισμό της αντικειμενικής και καλόπιστης κριτικής που μπορεί να είναι εποικοδομητική και ωφέλιμη.  Είναι όμως απαράδεκτη και βλαπτική η δήθεν κριτική η απλώς δημαγωγική ο χαρακτηρισμός των αποφάσεών της ως «ανόητων» ή «επικίνδυνων» χωρίς γνώση των νομοθετικών ρυθμίσεων και των δεδομένων κάθε υπόθεσης, που συνοδεύεται πολλές φορές από αβασάνιστες και αθεμελίωτες προτάσεις νομοθετικών μεταβολών.  Έχει ακόμη παρατηρηθεί το φαινόμενο να ψηφίζονται διατάξεις με στόχο να ανατρέψουν αποφάσεις της Αρχής και να περιορίσουν το δικαίωμα πρόσβασης των υποκειμένων των δεδομένων.

Η Αρχή, ως εκ της φύσεως και της αποστολής της, καλείται να σταθμίσει το δικαίωμα προστασίας προσωπικών δεδομένων, το δημόσιο συμφέρον και άλλα συνταγματικώς κατοχυρωμένα δικαιώματα, όπως το δικαίωμα πληροφόρησης, η ελευθερία της έρευνας, η οικονομική ελευθερία, σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας και να δίνει προβάδισμα σε εκείνα τα δικαιώματα, που κάτω από τις συγκεκριμένες συνθήκες και ενόψει των εξελισσόμενων κοινωνικών αναγκών, υπερέχουν και επομένως πρέπει, κατά πρώτο λόγο να προστατευθούν.  Ως ελεγκτικό όργανο πρέπει να ασκεί τα καθήκοντά της με πλήρη ανεξαρτησία.  Η ανεξαρτησία και οι αρμοδιότητες της Αρχής δεν μπορούν να τροποποιηθούν με νόμο ,που αποσκοπεί στον περιορισμό τους.  Είναι, όμως, προφανές ότι η ανεξαρτησία προϋποθέτει ότι η Αρχή διαθέτει επαρκή στελέχωση και οικονομικούς πόρους για να ανταπεξέλθει στην αποστολή της, που δυστυχώς δεν διαθέτει στο μέτρο και την έκταση που απαιτείται.  Αναμένει, επομένως, την ενίσχυση της ανεξαρτησίας της και όχι την υπονόμευσή της, έτσι ώστε η ύπαρξή της να μην υποβιβαστεί στο να αποτελεί άλλοθι για την ανεπίτρεπτη προσβολή, απ’ όπου και αν προέρχεται και για οποιουσδήποτε λόγους, των προσωπικών δεδομένων.

 

Δ. Γουργουράκης

(τέως Προέδρος της Αρχής)

Λεωφ. Κηφισίας 1-3, 11523 Αθήνα
Τ: 210 6475 655 • E: info@dpa.gr • www.dpa.gr